- παραπλασμός
- παραπλασμόςchange of grammatical formmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παραπλασμός — ὁ, Α [παραπλάσσω] 1. μεταβολή τού γραμματικού τύπου 2. ο κηρός που έφραζε τις οπές αυλού … Dictionary of Greek
παραπλασμοῦ — παραπλασμός change of grammatical form masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)